ἔντροχος

ἔντροχος
ἔντροχος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έντροχος — (Α ἔντροχος, ον) νεοελλ. ναυτ. το ουδ. ως ουσ. το έντροχο(ν) ορθογωνική τρύπα στην κεραία ή στην πλώρη τού πλοίου, μέσα στην οποία υπάρχει μικρό καρούλι για να περνά ένα σχοινί από το αυλάκι του, κν. μπαστέκα αρχ. οξύς, διαπεραστικός, κοφτερός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”